Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Ανταρκτική η

См. также в других словарях:

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • ἀνταρκτική — ἀνταρκτικός antarctic fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • παγόβουνο — Συμπαγής όγκος πάγου ο οποίος αποσπάστηκε από τα μέτωπα των πολικών παγετώνων και επιπλέει στη θάλασσα, μεταφερόμενος στην τύχη από τους ανέμους και τα ρεύματα. Η μάζα των πάγων που αναδύεται από την επιφάνεια του νερού είναι μόνο ένα μικρό τμήμα …   Dictionary of Greek

  • Γη της Αδελίας — (Terre Adélie). Υπερπόντιο γαλλικό έδαφος στην Ανταρκτική ήπειρο. Η Γ. της Α. ανακαλύφθηκε το 1840 από τον Γάλλο θαλασσοπόρο και εξερευνητή Ντιμόν ντ’ Ουρβίλ. Η Γαλλία έχει εγκαταστήσει εκεί σταθμό επιστημονικών ερευνών στον οποίο έχει δοθεί το… …   Dictionary of Greek

  • Ρακοβίτζα, Αιμίλιος — (Racovitza, 1868 – ;). Ρουμάνος φυσιοδίφης. Το 1896 97 πήρε μέρος στη βελγική αποστολή στην Ανταρκτική και το 1900 έγινε συνδιευθυντής των αρχείων της πειραματικής ζωολογίας. Το 1905 ίδρυσε τη Βιοσπηλαιολογική, περιοδικό που προώθησε τη μελέτη… …   Dictionary of Greek

  • Σάκλετον, Έρνεστ — (Shackleton). Άγγλος εξερευνητής (Κίλκη, Ιρλανδία 1874 – Νότια Γεωργία 1922). Αξιωματικός του ναυτικού, μετείχε στην εξερευνητική αποστολή στην Ανταρκτική κάτω από την ηγεσία του Ρόμπερτ Σκοτ, κατά τα έτη 1901 1904. Αργότερα έγινε αρχηγός… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτ, Ρόμπερτ Φόκον — (Scott). Άγγλος εξερευνητής (Ντέβονπορτ 1868 Ανταρκτική 1912). Υπηρέτησε στο αγγλικό πολεμικό ναυτικό και διακρίθηκε τόσο ώστε το 1889, σε ηλικία 21 ετών, του ανατέθηκε η ηγεσία μιας εξερευνητικής αποστολής στην Ανταρκτική. Ξεκίνησε τον Αύγουστο… …   Dictionary of Greek

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»